Όταν ο αέρας φύσηξε, τα παλιόχαρτα κρεμάστηκαν στα δέντρα και τους φράχτες.
Dadka waxaa jarjaray dhalooyin jajaban kuwaa oo loo tuuray si taxadar la’aan ah.
Πολλοί κόπηκαν από σπασμένο γυαλί που πετάχτηκε απρόσεκτα.
Kadib hal maalin, tuubada ayaa biyo la’aan laga dhigay weelashanadana faaruq bey ahaayeen.
Τότε μια μέρα, η βρύση στέρεψε και τα δοχεία μας άδειασαν.
Aabahay ayaa guri guri ugu tagay asagoo waydiinayo dadka in ay ka qayb galaan shirka tuulada.
Ο πατέρας μου περπάτησε από σπίτι σε σπίτι ζητώντας από τους ανθρώπους να παρακολουθήσουν μια συνάντηση του χωριού.
Dadka waxay iskugu soo urureen geed wayna hoostiisa wayna dhagaysteen.
Όλοι συγκεντρώθηκαν κάτω από ένα μεγάλο δέντρο και άκουσαν.
Aabahay ayaa istaagay waxuuna yidhi, “Waxaan u baahanahay in aan wada shaqayno si aan u xallino dhibaatooyinkeena.”
Ο πατέρας μου σηκώθηκε και είπε: «Εμείς χρειάζεται να δουλέψουμε όλοι μαζί για να λύσουμε τα προβλήματα μας».
Juma oo sideed jir ah, oo kufadhiyo jirridda geedka ayaa ku qeyliyay, “Waan kaa caawin karaa nadiifinta.”
Ο οκτάχρονος Τζούμα, καθισμένος σε ένα κορμό δέντρου φώναξε: «Εγώ μπορώ να βοηθήσω στο καθάρισμα».
Haweeney ayaa tiri, “Dumarka way igu soo biiri karaan si ay u beeraan cuntada.”
Μια γυναίκα είπε: «Οι γυναίκες μπορούν να έρθουν μαζί μου να καλλιεργήσουμε τρόφιμα».
Ninkale ayaa istaagay oo na yidhi, “Raggu waxa ay qodi doonaan ceel.”
Άλλος άντρας σηκώθηκε και είπε: «Οι άντρες θα σκάψουν ένα πηγάδι».
Dhammaanteen waxaan ku dhawaaqnay, “Waan ku qasbanahay in aan badelno nolosheena.” Maalintaas laga bilaabo waxaan ka wada shaqeynay inaan xallino dhibaatooyinkeena.
Εμείς όλοι φωνάξαμε με μια φωνή: «Πρέπει να αλλάξουμε τις ζωές μας». Από εκείνη την ημέρα δουλέψαμε μαζί για να λύσουμε τα προβλήματα μας.