Ένας ελέφαντας πάει να πιει νερό.
فِيلٌ وَاحِدٌ ذَاهِبٌ لِشُرْبِ المَاءِ.
Δύο καμηλοπάρδαλες πάνε να πιουν νερό.
زَرَافَتَانِ ذَاهِبَتَانِ لِشُرْبِ المَاءِ.
Τρία βουβάλια και τέσσερα πουλιά επίσης πάνε να πιούνε νερό.
ثَلاَثَة جَوَامِيسَ وَأَرْبَعَةُ طُيُورٍ ذَاهِبُونَ أَيْضًا لِشُرْبِ المَاءِ.
Πέντε αντιλόπες και έξι φακόχοιροι περπατούν μέχρι το νερό.
خَمْسَةُ ظِبَاءٍ وَسِتَّةُ خَنَازِيرَ بَرِّيَّةٍ يَسِيرُونَ نَحْوَ المَاءِ.
Επτά ζέβρες τρέχουν μέχρι το νερό.
سَبْعَةُ أَحْمِرَةٍ وَحْشِيَّةٍ تَجْرِي نَحْوَ المَاءِ.
Οκτώ βάτραχοι και εννιά ψάρια κολυμπούν μέσα στο νερό.
ثَمَانِي ضَفَادِعَ وَتِسْعُ سَمَكَاتٍ يَسْبَحْنَ فِي المَاءِ.
Ένα λιοντάρι βρυχάται. Κι αυτό θέλει να πιει. Ποιός φοβάται το λιοντάρι;
أَسَدٌ وَاحِدٌ يُزَمْجِرُ. هُوَ أَيْضًا يُرِيدُ أَنْ يَشْرَبَ. مَنْ ذَا الذِي يَخَافُ مِنَ الأَسَدِ؟
Ένας ελέφαντας πίνει νερό με το λιοντάρι.
فِيلٌ وَاحِدٌ يَشْرَبُ المَاءَ مَعَ الأَسَدِ.