Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Dagen då jag lämnade mitt hem för staden Η μέρα που άφησα το σπίτι για την πόλη

Κείμενο Lesley Koyi, Ursula Nafula

Εικονογράφηση Brian Wambi

Μετάφραση Lena Normén-Younger

Γλώσσα σουηδικά

Επίπεδο Επίπεδο 3

Αφήγηση της ιστορίας Ήχος ιστορίας ακόμη δεν είναι διαθέσιμος.


På den lilla busstationen i min hemby var det fullt av människor och överbelastade bussar. På marken fanns det ännu fler saker som skulle lastas på. Anställda skrek namnen på ställena som bussarna skulle gå till.

Η μικρή στάση του λεωφορείου στο χωριό μου ήταν απασχολημένη με ανθρώπους και υπερφορτωμένα λεωφορεία. Στο έδαφος ήταν ακόμα περισσότερα πράγματα για φόρτωμα. Ντελάληδες φώναζαν τα ονόματα όπου πήγαιναν τα λεωφορεία τους.


”Storstan! Storstan! Vi åker västerut!” hörde jag en biljettförsäljare ropa. Det var den bussen som jag behövde åka med.

«Πόλη! Πόλη! Πηγαίνοντας δυτικά!» Εγώ άκουσα έναν ντελάλη να φωνάζει. Αυτό ήταν το λεωφορείο που έπρεπε να πιάσω.


Bussen till storstan var nästan full men fler människor trängde sig på. Vissa packade undan sitt bagage under bussen. Andra lade det på hyllorna på insidan.

Το αστικό λεωφορείο ήταν σχεδόν γεμάτο, αλλά περισσότεροι άνθρωποι ακόμα πίεζαν για να ανέβουν. Μερικοί έβαζαν τις βαλίτσες τους κάτω από το λεωφορείο. ‘Αλλοι έβαζαν τις δικές τους μέσα στα ράφια.


Nya passagerare höll hårt i sina biljetter när de letade efter någonstans att sitta på den proppfulla bussen. Kvinnor med småbarn lade dem tillrätta för att göra det bekvämt för dem på den långa resan.

Νέοι επιβάτες κρατούσαν σφιχτά τα εισιτήρια τους όσο αυτοί έψαχναν κάπου να καθίσουν μέσα στο συνωστισμένο λεωφορείο. Γυναίκες με μικρά παιδιά τους καθιστούν άνετους για το μακρινό ταξίδι.


Jag tryckte mig ner bredvid ett fönster. Personen som satt bredvid mig höll hårt i en grön plastpåse. Han hade sandaler och en sliten kappa på sig och såg nervös ut.

Εγώ στριμώχτηκα δίπλα σε ένα παράθυρο. Τα άτομο που καθόταν δίπλα σε μένα κρατούσε σφιχτά μια πράσινη πλαστική τσάντα. Φορούσε παλιά πέδιλα, ένα φορεμένο παλτό, και φαινόταν νευρικός.


Jag tittade ut genom bussfönstret och insåg att jag var i färd med att lämna min hemby, platsen där jag hade växt upp. Jag var på väg till den stora staden.

Κοίταζα έξω από το λεωφορείο και συνειδητοποίησα ότι έφυγα από το χωριό μου, το μέρος όπου είχα μεγαλώσει. Εγώ πήγαινα στη μεγάλη πόλη.


Lastandet var färdigt och alla passagerare satt ner. Gatuförsäljare tryckte sig fortfarande in på bussen för att sälja sina varor till passagerarna. Alla ropade namnet på det som fanns att köpa. Orden lät lustiga för mig.

Το φόρτωμα ολοκληρώθηκε και όλοι οι επιβάτες κάθισαν. Οι μικροπωλητές ακόμα έμπαιναν στο λεωφορείο για να πουλήσουν τα προϊόντα τους στους επιβάτες. Όλοι τους φώναζαν τα ονόματα των προϊόντων που ήταν διαθέσιμα για πώληση. Οι λέξεις ακούγονταν αστείες σε μένα.


Några passagerare köpte drycker, andra köpte små snacks och började att tugga. De som inte hade några pengar, som jag, tittade bara på.

Μερικοί επιβάτες αγόρασαν ποτά, άλλοι αγόρασαν μικρά σνακ και άρχισαν να μασούν. Αυτοί που δεν είχαν χρήματα, σαν εμένα, απλά παρακολουθούσαν όλα αυτά.


Dessa aktiviteter avbröts av att bussen tutade, en signal som visade att vi var färdiga för att åka. En anställd skrek att gatuförsäljarna var tvungna att stiga av.

Αυτές οι δραστηριότητες διακόπτονταν από το κορνάρισμα του λεωφορείου, ένα σημάδι ότι ήμασταν έτοιμοι να φύγουμε. Ο ντελάλης φώναζε στους μικροπωλητές να βγουν έξω.


Gatuförsäljarna knuffade på varandra för att komma ut från bussen. Vissa gav tillbaka växel till passagerarna. Andra gjorde sista-minuten-försök att sälja fler saker.

Οι μικροπωλητές έσπρωχναν ο ένας τον άλλο για να βγουν από το λεωφορείο. Μερικοί έδωσαν πίσω ρέστα στους ταξιδιώτες. Άλλοι έκαναν τελευταία στιγμή προσπάθειες να πουλήσουν περισσότερα αντικείμενα.


När bussen lämnade busstationen stirrade jag ut genom fönstret. Jag undrade om jag någonsin skulle komma tillbaka till min hemby igen.

Καθώς το λεωφορείο άφησε την στάση του λεωφορείου, κοίταξα επίμονα έξω από το παράθυρο. Αναρωτήθηκα αν θα πήγαινα ποτέ πίσω στο χωριό μου ξανά.


Medan resan fortskred blev det mycket hett på bussen. Jag slöt ögonen och hoppades kunna sova.

Καθώς το ταξίδι προχωρούσε, το εσωτερικό του λεωφορείου έγινε πιο ζεστό. Έκλεισα τα μάτια μου ελπίζοντας να κοιμηθώ.


Men mina tankar gick tillbaka till mitt hem. Skulle min mamma vara i säkerhet? Skulle mina kaniner kunna säljas för pengar? Kommer min bror att komma ihåg att vattna mina trädplantor?

Αλλά το μυαλό μου έτρεχε πίσω στο σπίτι. Θα είναι η μητέρα μου ασφαλής; Θα φέρουν τα κουνέλια μου καθόλου χρήματα; Θα θυμάται ο αδερφός μου να ποτίζει τους σπόρους των δέντρων μου;


På vägen lärde jag mig namnet på den plats i storstaden där min farbror bodde utantill. Jag mumlade det fortfarande när jag somnade.

Στο δρόμο, απομνημόνευσα το όνομα του τόπου όπου ο θείος μου ζούσε στη μεγάλη πόλη. Ακόμα το σιγομουρμούριζα όταν αποκοιμήθηκα.


Nio timmar senare vaknade jag upp till ett högt bankande och att man ropade ut bussen för passagerare som skulle tillbaka till min hemby. Jag tog min lilla väska och hoppade av bussen.

Εννιά ώρες αργότερα, ξύπνησα από δυνατούς χτύπους και κραυγές για τους επιβάτες να πάνε πίσω στο χωριό μου. Άρπαξα τη μικρή μου τσάντα και πήδηξα έξω από το λεωφορείο.


Returbussen börjades snabbt att fyllas på. Snart skulle den åka tillbaka österut. Det viktigaste för mig nu var att leta upp min farbrors hus.

Το λεωφορείο επιστροφής γέμισε γρήγορα. Σύντομα αυτό θα επέστρεφε ανατολικά. Το πιο σημαντικό πράγμα για μένα τώρα, ήταν να αρχίσω να ψάχνω για το σπίτι του θείου μου.


Κείμενο: Lesley Koyi, Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Brian Wambi
Μετάφραση: Lena Normén-Younger
Γλώσσα: σουηδικά
Επίπεδο: Επίπεδο 3
Πηγή: The day I left home for the city από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF