Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Sakimas sång Το τραγούδι του Σακίμα

Κείμενο Ursula Nafula

Εικονογράφηση Peris Wachuka

Μετάφραση Helena Englund-Sarkees

Γλώσσα σουηδικά

Επίπεδο Επίπεδο 3

Αφήγηση της ιστορίας Ήχος ιστορίας ακόμη δεν είναι διαθέσιμος.


Sakima bodde tillsammans med sina föräldrar och sin fyraåriga syster. De bodde på en rik mans ägor. Deras halmklädda hydda stod i slutet av en rad med träd.

Ο Σακίμα ζούσε με τους γονείς του και την τετράχρονη αδερφή του. Ζούσαν στη γη ενός πλούσιου άντρα. Η αχυρένια καλύβα τους ήταν στο τέλος μιας σειράς δέντρων.


När Sakima var tre år gammal blev han sjuk och förlorade sin syn. Sakima var en begåvad pojke.

Όταν ο Σακίμα ήταν τριών χρονών, αρρώστησε και έχασε την όραση του. Ο Σακίμα ήταν ένα ταλαντούχο αγόρι.


Sakima gjorde många saker som andra sexåriga pojkar inte gjorde. Till exempel kunde han sitta med äldre bybor och diskutera viktiga ämnen.

Ο Σακίμα έκανε πολλά πράγματα που τα άλλα εξάχρονα αγόρια δεν έκαναν. Για παράδειγμα, μπορούσε να καθίσει με μεγαλύτερα μέλη του χωριού και να συζητήσει σημαντικά θέματα.


Sakimas föräldrar jobbade i den rike mannens hus. De lämnade hemmet tidigt på morgonen och kom hem sent på kvällen. Sakima lämnades med sin lillasyster.

Οι γονείς του Σακίμα δούλευαν στο σπίτι του πλούσιου άντρα. Έφευγαν από το σπίτι νωρίς το πρωί και γύριζαν αργά το απόγευμα. Ο Σακίμα έμενε με την μικρή του αδερφή.


Sakima älskade att sjunga sånger. En dag frågade hans mamma: ”Var har du lärt dig dessa sånger, Sakima?”

Ο Σακίμα αγαπούσε να τραγουδάει τραγούδια. Μια μέρα η μητέρα του τον ρώτησε: «Από πού μαθαίνεις αυτά τα τραγούδια, Σακίμα;»


Sakima svarade: ”De bara kommer, mamma. Jag hör dem inne i mitt huvud och sedan sjunger jag.”

Ο Σακίμα απάντησε: «Απλά έρχονται, μητέρα. Ακούω αυτά στο κεφάλι μου και μετά τραγουδώ».


Sakima tyckte om att sjunga för sin lillasyster, speciellt om hon kände sig hungrig. Hans syster lyssnade när han sjöng sin favoritsång. Hon gungade med till den lugnande melodin.

Άρεσε στον Σακίμα να τραγουδάει για τη μικρή του αδερφή, ειδικά, όταν αυτή πεινούσε. Η αδερφή του θα τον άκουγε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Αυτή θα ταλαντευόταν από τον ηρεμιστικό του ήχο.


”Kan du sjunga den om och om igen, Sakima?” bad hans syster. Sakima gick med på det och sjöng den om och om igen.

«Μπορείς να το τραγουδήσεις πάλι και πάλι, Σακίμα» η αδερφή του θα τον παρακαλέσει. Ο Σακίμα θα δεχόταν και θα το τραγουδούσε ξανά και ξανά.


En kväll när hans föräldrar återvände hem var de väldigt tysta. Sakima visste att det var någonting som var fel.

Ένα απόγευμα όταν οι γονείς του επέστρεψαν σπίτι, αυτοί ήταν πολύ ήσυχοι. Ο Σακίμα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.


”Vad är det som är fel, mamma, pappa?” frågade Sakima. Sakima fick höra att den rike mannens son var försvunnen. Mannen var mycket ledsen och ensam.

«Τι συμβαίνει, μητέρα, πατέρα;» ρώτησε ο Σακίμα. Ο Σακίμα έμαθε ότι ο γιος του πλούσιου άντρα χάθηκε. Ο άντρας ήταν πολύ λυπημένος και μοναχικός.


”Jag kan sjunga för honom. Han kanske blir glad igen”, sa Sakima till sina föräldrar. Men hans föräldrar avfärdade honom. ”Han är mycket rik. Du är bara en blind pojke. Tror du att din sång kan hjälpa honom?”

«Μπορώ να τραγουδήσω γι’ αυτόν. Ίσως θα γίνει πάλι χαρούμενος» είπε ο Σακίμα στους γονείς του. Αλλά οι γονείς του τον απέτρεψαν. «Αυτός είναι πολύ πλούσιος. Εσύ είσαι μόνο ένα τυφλό αγόρι. Νομίζεις ότι το τραγούδι σου θα τον βοηθήσει;»


Men Sakima gav inte upp. Hans lillasyster stöttade honom. Hon sa: ”Sakimas sånger tröstar mig när jag är hungrig. De kommer att trösta den rike mannen också.”

Όμως, ο Σακίμα δεν τα παράτησε. Η μικρή του αδερφή τον υποστήριξε. Αυτή είπε: «Τα τραγούδια του Σακίμα με ηρεμούν όταν πεινάω. Αυτά θα ηρεμήσουν τον πλούσιο άντρα επίσης».


Påföljande dag bad Sakima sin lillasyster att leda honom till den rike mannens hus.

Την επόμενη μέρα, ο Σακίμα ζήτησε από την μικρή του αδερφή να τον οδηγήσει στο σπίτι του πλούσιου άντρα.


Han stod under ett stort fönster och började sjunga sin favoritsång. Sakta började huvudet på den rike mannen synas genom det stora fönstret.

Στάθηκε κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο και άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Σιγά σιγά, το κεφάλι του πλούσιου άντρα φάνηκε μέσα από το μεγάλο παράθυρο.


Arbetarna slutade med det de höll på med. De lyssnade på Sakimas vackra sång. Men en man sa: ”Ingen har lyckats trösta chefen. Tror denna blinde pojke att han kommer att trösta honom?”

Οι εργάτες σταμάτησαν αυτό που έκαναν. Άκουγαν το όμορφο τραγούδι του Σακίμα. Αλλά ένας άντρας είπε: «Κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει το αφεντικό. Νομίζει αυτό το τυφλό αγόρι ότι θα τον παρηγορήσει;»


Sakima sjöng färdigt sin sång och vände sig om för att gå. Men den rike mannen sprang ut och sa: ”Snälla, sjung igen!”

Ο Σακίμα τελείωσε το τραγούδι του και στράφηκε να φύγει. Αλλά ο πλούσιος άντρας έτρεξε έξω και είπε: «Σε παρακαλώ τραγούδα πάλι».


Precis då kom två män bärandes på någon på en bår. De hade hittat den rike mannens son misshandlad och lämnad vid sidan av vägen.

Αυτή τη στιγμή, δύο άντρες ήρθαν μεταφέροντας κάποιον σε ένα φορείο. Είχαν βρει το γιο του πλούσιου άντρα χτυπημένο και παρατημένο στο πλάι του δρόμου.


Den rike mannen var så glad över att se sin son igen. Han belönade Sakima för att ha tröstat honom. Han tog med sin son och Sakima till sjukhuset så att Sakima kunde få tillbaka sin syn.

Ο πλούσιος άντρας ήταν τόσο χαρούμενος να βλέπει το γιο του ξανά. Αντάμειψε τον Σακίμα που τον παρηγόρησε. Πήρε το γιο του και τον Σακίμα στο νοσοκομείο για να ξαναβρεί ο Σακίμα την όραση του.


Κείμενο: Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Peris Wachuka
Μετάφραση: Helena Englund-Sarkees
Γλώσσα: σουηδικά
Επίπεδο: Επίπεδο 3
Πηγή: Sakima's song από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF