A kecske, a kutya és a tehén jó barátok voltak. Egy nap taxival indultak útnak.
Η Κατσίκα, ο Σκύλος, και η Αγελάδα ήταν υπέροχοι φίλοι. Μια μέρα πήγαν ένα ταξίδι με ένα ταξί.
Amikor megérkeztek, a sofőr megkérte őket, hogy fizessék ki az utazást. A tehén kifizette a részét.
Όταν έφτασαν στο τέλος του ταξιδιού τους, ο οδηγός τους ζήτησε να πληρώσουν τα κόμιστρα τους. Η Αγελάδα πλήρωσε τα κόμιστρα της.
A kutya egy kicsit többet adott, mert nem volt nála apró.
Ο Σκύλος πλήρωσε λίγο περισσότερα, επειδή δεν είχε τα σωστά χρήματα.
A sofőr éppen a kutya pénzét váltotta fel, amikor a kecske fizetés nélkül elfutott.
Ο οδηγός ήταν έτοιμος να δώσει στον Σκύλο τα ρέστα του όταν η Κατσίκα έφυγε χωρίς να πληρώσει τίποτα.
A sofőr méregbe gurult. Elhajtott anélkül, hogy a visszajárót oda adta volna a kutyának.
Ο οδηγός ήταν πολύ ενοχλημένος. Έφυγε χωρίς να δώσει στον Σκύλο τα ρέστα του.
Ezért van az még ma is, hogy a kutya rohan az autók felé, hogy bekukucskáljon és megtalálja azt a sofőrt, aki tartozik neki a visszajáróval.
Γι’ αυτο το λόγο, ακόμα και σήμερα, ο Σκύλος τρέχει προς ένα αυτοκίνητο να κοιτάξει μέσα και να βρει τον οδηγό που τον χρωστάει τα ρέστα του.
A kecske pedig már az autó hangját hallva elrohan. Fél, hogy letartóztatják, mert nem fizette ki a részét.
Η Κατσίκα φεύγει από τον ήχο ενός αυτοκινήτου. Φοβάται ότι θα συλληφθεί επειδή δεν πλήρωσε τα κόμιστρα της.
A tehenet viszont egyáltalán nem érdekli, hogy jön az autó. Szépen lassan sétál át az úton, hiszen ő kifizette az utazást.
Και η Αγελάδα δεν ενοχλείται όταν περνάει ένα αυτοκίνητο. Η Αγελάδα περάσει με την ησυχία της το δρόμο επειδή ξέρει ότι πλήρωσε τα κόμιστρα της ολόκληρα.