Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Пісня Сакіми Το τραγούδι του Σακίμα

Κείμενο Ursula Nafula

Εικονογράφηση Peris Wachuka

Μετάφραση Nataliia Naiavko

Ανάγνωση Oksana Duchak, Khrystyna Marenych, Nataliia Naiavko, Nataliya Tyshchuk

Γλώσσα ουκρανικά

Επίπεδο Επίπεδο 3

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Сакіма жив із батьками і своєю чотирирічною сестрою у маленькій хаті, дах якої був покритий травою. Вони жили на землі багача у кінці алеї.

Ο Σακίμα ζούσε με τους γονείς του και την τετράχρονη αδερφή του. Ζούσαν στη γη ενός πλούσιου άντρα. Η αχυρένια καλύβα τους ήταν στο τέλος μιας σειράς δέντρων.


Коли Сакімі було три роки, він захворів і осліп. Сакіма був дуже талановитий.

Όταν ο Σακίμα ήταν τριών χρονών, αρρώστησε και έχασε την όραση του. Ο Σακίμα ήταν ένα ταλαντούχο αγόρι.


Сакіма робив багато такого, що шестирічні хлопці не роблять. Наприклад, він міг сидіти із старійшинами села і обговорювати важливі справи.

Ο Σακίμα έκανε πολλά πράγματα που τα άλλα εξάχρονα αγόρια δεν έκαναν. Για παράδειγμα, μπορούσε να καθίσει με μεγαλύτερα μέλη του χωριού και να συζητήσει σημαντικά θέματα.


Батьки Сакіми працювали на багача. Вони йшли з дому рано вранці і поверталися пізно ввечері. Сакіма залишався вдома із своєю маленькою сестрою.

Οι γονείς του Σακίμα δούλευαν στο σπίτι του πλούσιου άντρα. Έφευγαν από το σπίτι νωρίς το πρωί και γύριζαν αργά το απόγευμα. Ο Σακίμα έμενε με την μικρή του αδερφή.


Сакіма любив співати. Якось мама запитала його: “Звідки ти знаєш ці пісні, Сакімо?”

Ο Σακίμα αγαπούσε να τραγουδάει τραγούδια. Μια μέρα η μητέρα του τον ρώτησε: «Από πού μαθαίνεις αυτά τα τραγούδια, Σακίμα;»


Сакіма відповів: “Вони самі приходять, мамо. Я чую їх у своїй голові і тоді співаю.”

Ο Σακίμα απάντησε: «Απλά έρχονται, μητέρα. Ακούω αυτά στο κεφάλι μου και μετά τραγουδώ».


Сакіма любив співати своїй сестрі, особливо, коли вона була голодна. Його сестра слухала, як він співав свою улюблену пісню. Вона завжди погойдувалася під заспокійливу мелодію.

Άρεσε στον Σακίμα να τραγουδάει για τη μικρή του αδερφή, ειδικά, όταν αυτή πεινούσε. Η αδερφή του θα τον άκουγε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Αυτή θα ταλαντευόταν από τον ηρεμιστικό του ήχο.


“Заспівай ще раз, Сакімо, заспівай,” - благала його сестра. Сакіма погоджувався і співав цю пісню знову і знову.

«Μπορείς να το τραγουδήσεις πάλι και πάλι, Σακίμα» η αδερφή του θα τον παρακαλέσει. Ο Σακίμα θα δεχόταν και θα το τραγουδούσε ξανά και ξανά.


Одного вечора, коли батьки повернулися додому, вони були дуже мовчазні. Сакіма знав, що щось не так.

Ένα απόγευμα όταν οι γονείς του επέστρεψαν σπίτι, αυτοί ήταν πολύ ήσυχοι. Ο Σακίμα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.


“Що трапилось, мамо, тату?” - запитав він. Сакіма дізнався, що син багача пропав. І чоловік був дуже засмучений і самотній.

«Τι συμβαίνει, μητέρα, πατέρα;» ρώτησε ο Σακίμα. Ο Σακίμα έμαθε ότι ο γιος του πλούσιου άντρα χάθηκε. Ο άντρας ήταν πολύ λυπημένος και μοναχικός.


“Я можу йому заспівати. Можливо, він буде знову щасливим”, - сказав Сакіма батькам. Але його батьки заперечили йому: “Він - дуже багатий, а ти - лише сліпий хлопчик. Думаєш, твоя пісня йому допоможе?”

«Μπορώ να τραγουδήσω γι’ αυτόν. Ίσως θα γίνει πάλι χαρούμενος» είπε ο Σακίμα στους γονείς του. Αλλά οι γονείς του τον απέτρεψαν. «Αυτός είναι πολύ πλούσιος. Εσύ είσαι μόνο ένα τυφλό αγόρι. Νομίζεις ότι το τραγούδι σου θα τον βοηθήσει;»


Проте, Сакіма не здавався. Його маленька сестра підтримала його. Вона сказала: “Пісні Сакіми заспокоюють мене, коли я голодна. Вони заспокоять і багача також.”

Όμως, ο Σακίμα δεν τα παράτησε. Η μικρή του αδερφή τον υποστήριξε. Αυτή είπε: «Τα τραγούδια του Σακίμα με ηρεμούν όταν πεινάω. Αυτά θα ηρεμήσουν τον πλούσιο άντρα επίσης».


Наступного дня Сакіма попросив свою маленьку сестру провести його до будинку багача.

Την επόμενη μέρα, ο Σακίμα ζήτησε από την μικρή του αδερφή να τον οδηγήσει στο σπίτι του πλούσιου άντρα.


Він став під великим вікном і почав співати свою улюблену пісню. Скоро у великому вікні з’явилася голова багача.

Στάθηκε κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο και άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Σιγά σιγά, το κεφάλι του πλούσιου άντρα φάνηκε μέσα από το μεγάλο παράθυρο.


Робітники перестали працювати. Вони слухали чудову пісню Сакіми. Але один чоловік сказав: “Ніхто не міг утішити нашого господаря. Чи цей сліпий хлопець думає, що він це зможе зробити?”

Οι εργάτες σταμάτησαν αυτό που έκαναν. Άκουγαν το όμορφο τραγούδι του Σακίμα. Αλλά ένας άντρας είπε: «Κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει το αφεντικό. Νομίζει αυτό το τυφλό αγόρι ότι θα τον παρηγορήσει;»


Сакіма закінчив співати і вже хотів іти. Але багач вибіг на вулицю і сказав: “Будь ласка, заспівай ще раз.”

Ο Σακίμα τελείωσε το τραγούδι του και στράφηκε να φύγει. Αλλά ο πλούσιος άντρας έτρεξε έξω και είπε: «Σε παρακαλώ τραγούδα πάλι».


У цей час з’явилося двоє чоловіків, які несли когось на ношах. Вони знайшли сина багача, побитого на узбіччі дороги.

Αυτή τη στιγμή, δύο άντρες ήρθαν μεταφέροντας κάποιον σε ένα φορείο. Είχαν βρει το γιο του πλούσιου άντρα χτυπημένο και παρατημένο στο πλάι του δρόμου.


Багач був дуже щасливий знову побачити свого сина. Він винагородив Сакіму за те, що хлопець його втішав. Багач завіз свого сина і Сакіму у лікарню, щоб Сакіма міг знову бачити.

Ο πλούσιος άντρας ήταν τόσο χαρούμενος να βλέπει το γιο του ξανά. Αντάμειψε τον Σακίμα που τον παρηγόρησε. Πήρε το γιο του και τον Σακίμα στο νοσοκομείο για να ξαναβρεί ο Σακίμα την όραση του.


Κείμενο: Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Peris Wachuka
Μετάφραση: Nataliia Naiavko
Ανάγνωση: Oksana Duchak, Khrystyna Marenych, Nataliia Naiavko, Nataliya Tyshchuk
Γλώσσα: ουκρανικά
Επίπεδο: Επίπεδο 3
Πηγή: Sakima's song από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF