Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Зімбегвіре Η Σιμπεγκουίρε

Κείμενο Rukia Nantale

Εικονογράφηση Benjamin Mitchley

Μετάφραση Nataliya Tyshchuk

Ανάγνωση Oksana Duchak, Khrystyna Marenych, Nataliia Naiavko, Nataliya Tyshchuk

Γλώσσα ουκρανικά

Επίπεδο Επίπεδο 5

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Коли мама Зімбегвіре померла, дівчинка дуже засмутилась. Тато як міг піклувався про доньку. Згодом вони знову щасливо зажили удвох. Кожного ранку вони говорили про те, як проведуть день, а ввечері вони готували вечерю. Після того, як посуд був вимитий, тато допомагав Зімбегвіре виконувати домашнє завдання.

Όταν πέθανε η μητέρα της, η Σιμπεγκουίρε ήταν πολύ λυπημένη. Ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε έκανε ότι μπορούσε για να φροντίζει την κόρη του. Σιγά σιγά, έμαθαν πώς να γίνονται χαρούμενοι πάλι, χωρίς τη μητέρα της Σιμπεγκουίρε. Κάθε πρωί κάθονταν και μιλούσαν για την νέα ημέρα. Κάθε βράδυ έφτιαχναν δείπνο μαζί. Μετά το πλύσιμο του πιάτου, ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε την βοηθούσε με την εργασία του σχολείου.


Одного дня тато Зімбегвіре прийшов додому пізніше, ніж зазвичай. “Де ти, моя доню?” - гукнув він. Зімбегвіре вибігла до тата. Вона зупинилася, коли побачила, що тато тримав за руку якусь жінку. “Доню, я хочу познайомити тебе з кимось особливим. Це - Аніта”, - з посмішкою сказав тато.

Μια μέρα, ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε γύρισε σπίτι πιο αργά από ότι συνήθως. «Πού είσαι παιδί μου;» φώναξε. Η Σιμπεγκουίρε έτρεξε στον πατέρα της. Στάθηκε ακίνητη όταν είδε ότι κρατούσε ο πατερας της το χέρι μιας γυναίκας. «Θέλω να σου γνωρίσω κάποιον ιδιαίτερο, παιδί μου. Αυτή είναι η Ανίτα» είπε χαμογελώντας.


“Привіт, Зімбегвіре. Твій тато розказував багато про тебе”, - сказала Аніта. Проте вона не усміхнулась і не подала дівчинці руку. Тато Зімбегвіре був щасливий і радісний. Він говорив про те, що вони будуть жити втрьох, як справжня родина. “Доню моя, я сподіваюсь, Аніта стане для тебе мамою”, - сказав тато.

«Γειά σου Σιμπεγκουίρε, ο πατέρας σου μου είπε πολλά για σένα» είπε η Ανίτα. Αλλά δεν χαμογέλασε ούτε πήρε το χέρι του κοριτσιού. Ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε ήταν χαρούμενος και ενθουσιασμένος. Μιλούσε για τους τρεις τους να ζήσουν μαζί, και για τόσο καλή θα ήταν η ζωή τους. «Παιδί μου, ελπίζω να δεχτείς την Ανίτα ως μητέρα σου» είπε.


З того часу життя Зімбегвіре змінилося. Вона більше не проводила ранки з татом. Аніта давала їй так багато різної роботи, що коли приходив вечір, Зімбегвіре була надто втомлена, щоб вчити уроки. Після вечері дівчинка відразу засинала. Єдиною її відрадою була кольорова ковдра, яку подарувала їй мама. Батько Зімбегвіре, здавалося, не помічав, що його донька була нещасливою.

Η ζωή της Σιμπεγκουίρε άλλαξε. Δεν είχε πια χρόνο να καθίσει με τον πατέρα της τα πρωινά. Η Ανίτα της έδινε τόσες πολλές δουλειές του σπιτιού που ήταν πολύ κουρασμένη να κάνει την εργασία του σχολείου της τα βράδια. Πήγαινε κατευθείαν στο κρεβάτι μετά το δείπνο. Η μόνη της παρηγοριά ήταν η πολύχρωμη κουβέρτα που της είχε δώσει η μητέρα της. Ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε δεν φαινόταν να παρατηρεί ότι η κόρη του δεν ήταν χαρούμενη.


Через кілька місяців він повідомив, що його якийсь час не буде вдома. “Я їду у відрядження, але я впевнений, що ви будете піклуватися одна про одну”, - сказав тато. Зімбегвіре похилила голову, але тато цього не помітив. Аніта промовчала. Вона також не дуже зраділа.

Μετά από λίγους μήνες, ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε τους είπε ότι θα είναι μακριά από το σπίτι για λίγο. «Πρέπει να ταξιδέψω για τη δουλειά μου» είπε. «Αλλά ξέρω ότι θα φροντίσετε ο ένας τον άλλο.» Το πρόσωπο της Σιμπεγκουίρε άλλαξε, αλλά ο πατέρας της δεν το παρατήρησε. Η Ανίτα δεν είπε τίποτα. Ούτε αυτή ήταν χαρούμενη.


Все змінилося на гірше для Зімбегвіре. Якщо вона не встигала закінчити хатню роботу або на щось нарікала, Аніта била її. Вона також з’їдала майже усю вечерю, а Зімбегвіре залишалися недоїдки. Вночі дівчинка плакала, пригортаючи до себе мамину ковдру.

Τα πράγματα έγιναν χειρότερα για την Σιμπεγκουίρε. Αν δεν τελείωνε τις δουλειές της, ή παραπονιόταν, η Ανίτα την χτυπούσε. Και στο δείπνο, η γυναίκα έτρωγε το περισσότερο φαγητό, αφήνοντας στην Σιμπεγκουίρε μόνο λίγα κομματάκια. Κάθε νύχτα η Σιμπεγκουίρε έκλαιγε στον εαυτό της να κοιμηθεί, αγκαλιάζοντας την κουβέρτα της μητέρας της.


Одного ранку Зімбегвіре проспала. “Ліниве дівчисько!” - закричала Аніта. Вона силою стягнула Зімбегвіре з ліжка. Її дорогоцінна ковдра зачепилася за цвях і розірвалась надвоє.

Ένα πρωί, η Σιμπεγκουίρε άργησε να σηκωθεί από το κρεβάτι. «Τεμπέλικο κορίτσι!» φώναξε η Ανίτα. Αυτή την τράβηξε έξω από το κρεβάτι. Η πολύτιμη κουβέρτα πιάστηκε σε ένα νύχι, και σχίστηκε στα δύο.


Зімбегвіре дуже засмутилась. Вона вирішила втекти з дому. Дівчинка взяла розірвану ковдру, трохи їжі і втекла. Вона пішла тією дорогою, якою ходив її тато.

Η Σιμπεγκουίρε ήταν πολύ αναστατωμένη. Αποφάσισε να φύγει από το σπίτι. Πήρε τα κομμάτια της κουβέρτας της μητέρας της, συσκεύασε λίγο φαγητό, και έφυγε από το σπίτι. Ακολούθησε το δρόμο που είχε πάρει ο πατέρας της.


Коли звечоріло, вона вилізла на високе дерево коло струмка і вмостилася на гілках. Перед сном Зімбегвіре заспівала: “Мамо-матусю, ти покинула мене і вже ніколи не повернешся. Тато мене більше не любить. Жаль, що ти не повернешся вже ніколи”.

Το βράδυ, σκαρφάλωσε σε ένα ψηλό δέντρο κοντά σε ένα ποτάμι και έκανε ένα κρεβάτι για τον εαυτό της μέσα στα κλαδιά. Καθώς έπεσε για ύπνο, τραγούδησε: « Μααμά, μααμά, μααμά, με άφησες. Με άφησες και ποτέ δεν ήρθες πίσω. Ο πατέρας δεν με αγαπάει πια. Μητέρα, πότε θα έρθεις πίσω; Με άφησες.»


Наступного ранку Зімбегвіре знову заспівала. Якісь жінки прийшли прати одяг до струмка і почули сумну пісню, яка долинала з верхів’я дерева. Вони думали, що то листя шелестить від вітру і продовжували прати. Але одна жінка уважно прислухалася до пісні.

Το επόμενο πρωί, η Σιμπεγκουίρε τραγούδησε το τραγούδι πάλι. Όταν οι γυναίκες ήρθαν να πλύνουν τα ρούχα τους στο ποτάμι, άκουσαν το λυπημένο τραγούδι που ερχόταν από το ψηλό δέντρο. Σκέφτηκαν ότι ήταν ο άνεμος που μετακινεί τα φύλλα, και συνέχισαν τη δουλειά τους. Αλλά μια από τις γυναίκες άκουσε πολύ προσεκτικά το τραγούδι.


Вона подивилася вгору і побачила на дереві дівчинку з кольоровою ковдрою у руках. “Та це ж Зімбегвіре, донька мого брата!” - сказала жінка. Інші жінки залишили прання і допомогли дівчинці злізти з дерева. Тітка Зімбегвіре обійняла і заспокоїла її.

Αυτή η γυναίκα κοίταξε πάνω στο δέντρο. Όταν είδε το κορίτσι και τα κομμάτια της πολύχρωμης κουβέρτας, έκλαψε: «Σιμπεγκουίρε, το παιδί του αδερφού μου!» Οι άλλες γυναίκες σταμάτησαν να πλένουν και βοήθησαν την Σιμπεγκουίρε να κατέβει από το δέντρο. Η θεία της αγκάλιασε το μικρό κορίτσι και προσπάθησε να την παρηγορήσει.


Вона забрала дівчинку до себе додому. Тітка нагодувала дитину і поклала у ліжко. Тієї ночі Зімбегвіре знову плакала, але це були сльози полегшення. Вона знала, що її тітка буде піклуватися про неї.

Η θεία της Σιμπεγκουίρε πήρε το παιδί στο δικό της σπίτι. Έδωσε στην Σιμπεγκουίρε ζεστό φαγητό, και την έβαλε στο κρεβάτι με την κουβέρτα της μητέρας της. Εκείνη τη νύχτα, η Σιμπεγκουίρε έκλαιγε καθώς έπεσε για ύπνο. Αλλά αυτά ήταν δάκρυα ανακούφισης. Ήξερε ότι η θεία της θα την φρόντιζε.


Коли тато Зімбегвіре повернувся додому, він побачив, що кімната його доньки порожня. “Що сталося, Аніто?” - запитав він пригнічено. Жінка сказала, що Зімбегвіре втекла з дому. “Я хотіла, щоб твоя донька мене поважала, але, можливо, я була занадто сувора до неї”, - сказала Аніта. Тато Зімбегвіре вийшов з хати і попрямував до струмка. Звідти він пішов до села, в якому жила його сестра, щоб дізнатися, чи вона бачила дівчинку.

Όταν ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε γύρισε σπίτι, βρήκε το δωμάτιο της άδειο. «Τι συνέβη, Ανίτα;» ρώτησε με βαριά καρδιά. Η γυναίκα εξήγησε ότι η Σιμπεγκουίρε είχε φύγει. «Ήθελα να με σέβεται» είπε. «Αλλά ίσως ήμουν πολύ αυστηρή.» Ο πατέρας της Σιμπεγκουίρε έφυγε από το σπίτι και πήγε προς την κατεύθυνση του ποταμού. Συνέχισε προς το χωριό της αδερφής του να ανακαλύψει αν είχε δει τη Σιμπεγκουίρε.


Коли Зімбегвіре гралася зі своїми кузенами, вона побачила здалеку свого тата. Дівчинка злякалася, що тато буде сердитися на неї, і побігла в будинок, щоб сховатися. Тато підійшов до неї і сказав: “Зімбегвіре, ти знайшла собі чудову маму, яка любить і розуміє тебе. Я пишаюсь тобою і люблю тебе”. Вони домовились, що Зімбегвіре залишиться з тіткою так довго, як захоче.

Η Σιμπεγκουίρε έπαιζε με τα ξαδέρφια της όταν είδε τον πατέρα της από μακριά. Φοβήθηκε ότι ίσως είναι θυμωμένος, έτσι έτρεξε μέσα στο σπίτι να κρυφτεί. Αλλά ο πατέρας της πήγε κοντά της και είπε: «Σιμπεγκουίρε, έχεις βρει μια τέλεια μητέρα για τον εαυτό σου. Μία που σε αγαπάει και σε καταλαβαίνει. Εγώ είμαι περήφανος για σένα και σε αγαπώ.» Συμφώνησαν ότι η Σιμπεγκουίρε θα έμενε με τη θεία της όσο καιρό αυτή ήθελε.


Тато Зімбегвіре відвідував її кожного дня. Якось він прийшов з Анітою. Вона взяла дівчинку за руку. “Вибач мені, дівчинко. Я помилялась, - заплакала вона. - Дозволь мені почати все з початку”. Зімбегвіре подивилась на стурбоване лице тата, підійшла ближче до Аніти і обійняла її.

Ο πατέρας της την επισκεπτόταν κάθε μέρα. Τελικά, αυτός ήρθε με την Ανίτα. Αυτή άπλωσε για το χέρι της Σιμπεγκουίρε. «Λυπάμαι μικρή, ήμουν λάθος» έκλαψε. «Θα με αφήσεις να προσπαθήσω ξανά;» Η Σιμπεγκουίρε κοίταξε τον πατέρα της και τον ανήσυχο πρόσωπο του. Μετά σιγά σιγά πήγε μπροστά και έβαλε τα χέρια της γύρω από την Ανίτα.


Наступного тижня Аніта запросила Зімбегвіре і її тітку з дітьми в гості. Яке ж то було свято! Аніта приготувала улюблену їжу Зімбегвіре, і усі їли досхочу. Тоді діти гралися, а дорослі говорили. Зімбегвіре почувалася щасливою і впевненою. Вона вирішила, що незабаром таки повернеться до свого тата і мачухи.

Την επόμενη βδομάδα, η Ανίτα προσκάλεσε τη Σιμπεγκουίρε, μαζί με τα ξαδέρφια της και τη θεία της, στο σπίτι για ένα γεύμα. Τι γιορτή! Η Ανίτα ετοίμασε όλα τα αγαπημένα φαγητά της Σιμπεγκουίρε, και ο καθένας έφαγε μέχρι που χόρτασαν. Μετά τα παιδιά έπαιξαν ενώ οι ενήλικοι μιλούσαν. Η Σιμπεγκουίρε ένιωσε χαρούμενη και γενναία. Αποφάσισε ότι σύντομα, πολύ σύντομα, θα επέστρεφε σπίτι να ζήσει με τον πατέρα της και την μητριά της.


Κείμενο: Rukia Nantale
Εικονογράφηση: Benjamin Mitchley
Μετάφραση: Nataliya Tyshchuk
Ανάγνωση: Oksana Duchak, Khrystyna Marenych, Nataliia Naiavko, Nataliya Tyshchuk
Γλώσσα: ουκρανικά
Επίπεδο: Επίπεδο 5
Πηγή: Simbegwire από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 3.0 Μη εισαγόμενο.
Διαβάστε περισσότερες ιστορίες στο επίπεδο 5:
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF