Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Awit ni Sakima Το τραγούδι του Σακίμα

Κείμενο Ursula Nafula

Εικονογράφηση Peris Wachuka

Μετάφραση Arlene Avila

Ανάγνωση La Trinidad Mina

Γλώσσα φιλιππινέζικα

Επίπεδο Επίπεδο 3

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Nakatira si Sakima sa lupa ng pag-aari ng isang mayaman, kasama ang mga magulang at apat na taong gulang na kapatid.

Ο Σακίμα ζούσε με τους γονείς του και την τετράχρονη αδερφή του. Ζούσαν στη γη ενός πλούσιου άντρα. Η αχυρένια καλύβα τους ήταν στο τέλος μιας σειράς δέντρων.


Nagkasakit si Sakima noong siya ay tatlong taong gulang at mula noon ay naging bulag siya.

Όταν ο Σακίμα ήταν τριών χρονών, αρρώστησε και έχασε την όραση του. Ο Σακίμα ήταν ένα ταλαντούχο αγόρι.


Maraming nagagawa si Sakima na hindi kayang gawin ng ibang anim na taong gulang bata. Kaya niyang makipagtalakayan sa mga nakakatanda tungkol sa mga mabibigat na bagay.

Ο Σακίμα έκανε πολλά πράγματα που τα άλλα εξάχρονα αγόρια δεν έκαναν. Για παράδειγμα, μπορούσε να καθίσει με μεγαλύτερα μέλη του χωριού και να συζητήσει σημαντικά θέματα.


Namamasukan ang mga magulang ni Sakima sa bahay ng mayaman. Maaga silang umaalis at gabi na sila nakakauwi. Naiiwan si Sakima sa kanyang kapatid na babae.

Οι γονείς του Σακίμα δούλευαν στο σπίτι του πλούσιου άντρα. Έφευγαν από το σπίτι νωρίς το πρωί και γύριζαν αργά το απόγευμα. Ο Σακίμα έμενε με την μικρή του αδερφή.


Mahilig kumanta si Sakima. Kaya isang araw, natanong ng ina, “Saan galing ang mga awit na ito, Sakima?”

Ο Σακίμα αγαπούσε να τραγουδάει τραγούδια. Μια μέρα η μητέρα του τον ρώτησε: «Από πού μαθαίνεις αυτά τα τραγούδια, Σακίμα;»


“Kusa na lang po silang dumarating, ‘Nay. Naririnig ko sila sa isip ko kaya kinakanta ko,” sagot ni Sakima.

Ο Σακίμα απάντησε: «Απλά έρχονται, μητέρα. Ακούω αυτά στο κεφάλι μου και μετά τραγουδώ».


Gustong gusto ni Sakima kumanta, lalo na pag gutom ang kanyang kapatid. Nakikinig ito nang mabuti at sumasayaw sa tunog ng kantang kayang pumawi ng gutom.

Άρεσε στον Σακίμα να τραγουδάει για τη μικρή του αδερφή, ειδικά, όταν αυτή πεινούσε. Η αδερφή του θα τον άκουγε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Αυτή θα ταλαντευόταν από τον ηρεμιστικό του ήχο.


“Kanta ka uli, Kuya Sakima,” sabi ng kapatid. At kakanta si Sakima ng paulit-ulit.

«Μπορείς να το τραγουδήσεις πάλι και πάλι, Σακίμα» η αδερφή του θα τον παρακαλέσει. Ο Σακίμα θα δεχόταν και θα το τραγουδούσε ξανά και ξανά.


Isang gabi, tahimik ang kanyang mga magulang. Naramdaman agad ni Sakima na may problema.

Ένα απόγευμα όταν οι γονείς του επέστρεψαν σπίτι, αυτοί ήταν πολύ ήσυχοι. Ο Σακίμα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.


“Ano po ang nangyari, ‘Tay, ‘Nay?” tanong ni Sakima. Nalaman niya na nawawala ang anak ng mayamang amo ng magulang. Labis ang lungkot nito.

«Τι συμβαίνει, μητέρα, πατέρα;» ρώτησε ο Σακίμα. Ο Σακίμα έμαθε ότι ο γιος του πλούσιου άντρα χάθηκε. Ο άντρας ήταν πολύ λυπημένος και μοναχικός.


“Siguro sasaya siya kung kakanta ako,” sabi ni Sakima. “Hindi ka makakatulong. Napakayaman niya. Isa ka lang bulag. Ano sa palagay mo magagawa mo?” sabi ng mga magulang.

«Μπορώ να τραγουδήσω γι’ αυτόν. Ίσως θα γίνει πάλι χαρούμενος» είπε ο Σακίμα στους γονείς του. Αλλά οι γονείς του τον απέτρεψαν. «Αυτός είναι πολύ πλούσιος. Εσύ είσαι μόνο ένα τυφλό αγόρι. Νομίζεις ότι το τραγούδι σου θα τον βοηθήσει;»


Hindi sumuko si Sakima. Pinagtanggol din siya ng kapatid, “Nawawala ang gutom ko pag kumakanta si Kuya. Baka naman matulungan din niya ang taong mayaman.”

Όμως, ο Σακίμα δεν τα παράτησε. Η μικρή του αδερφή τον υποστήριξε. Αυτή είπε: «Τα τραγούδια του Σακίμα με ηρεμούν όταν πεινάω. Αυτά θα ηρεμήσουν τον πλούσιο άντρα επίσης».


Kinaumagahan, inakay si Sakima ng kanyang kapatid papunta sa bahay ng mayaman.

Την επόμενη μέρα, ο Σακίμα ζήτησε από την μικρή του αδερφή να τον οδηγήσει στο σπίτι του πλούσιου άντρα.


Tumayo siya sa ilalim ng bintana at nagsimulang kumanta. Unti-unting dumungaw ang mayaman.

Στάθηκε κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο και άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Σιγά σιγά, το κεφάλι του πλούσιου άντρα φάνηκε μέσα από το μεγάλο παράθυρο.


Tumigil ang mga trabahador sa kanilang ginagawa. Sabi ng isa, “Wala pang nakakatulong sa amo natin. Akala ba ng bulag na ito na may magagawa siya?”

Οι εργάτες σταμάτησαν αυτό που έκαναν. Άκουγαν το όμορφο τραγούδι του Σακίμα. Αλλά ένας άντρας είπε: «Κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει το αφεντικό. Νομίζει αυτό το τυφλό αγόρι ότι θα τον παρηγορήσει;»


Natapos ni Sakima ang isang awit at balak na sana niyang umalis. Hinabol siya ng mayaman, “Pasuyo naman, umawit ka pa uli.”

Ο Σακίμα τελείωσε το τραγούδι του και στράφηκε να φύγει. Αλλά ο πλούσιος άντρας έτρεξε έξω και είπε: «Σε παρακαλώ τραγούδα πάλι».


Biglang dumating ang dalawang lalaki na may dalang stretcher. Natagpuan nila ang anak ng mayaman, na iniwan lang sa daan matapos bugbugin.

Αυτή τη στιγμή, δύο άντρες ήρθαν μεταφέροντας κάποιον σε ένα φορείο. Είχαν βρει το γιο του πλούσιου άντρα χτυπημένο και παρατημένο στο πλάι του δρόμου.


Natuwa ang mayaman nang makitang buhay ang anak. Binigyan niya ng gantimpala si Sakima. Dinala niya ang anak sa ospital para ipagamot. At dinala rin niya si Sakima para magpa-opera ng mata.

Ο πλούσιος άντρας ήταν τόσο χαρούμενος να βλέπει το γιο του ξανά. Αντάμειψε τον Σακίμα που τον παρηγόρησε. Πήρε το γιο του και τον Σακίμα στο νοσοκομείο για να ξαναβρεί ο Σακίμα την όραση του.


Κείμενο: Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Peris Wachuka
Μετάφραση: Arlene Avila
Ανάγνωση: La Trinidad Mina
Γλώσσα: φιλιππινέζικα
Επίπεδο: Επίπεδο 3
Πηγή: Sakima's song από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF