Nanirahan si Tingi kasama ng Lola niya.
Ο Τίνγκι ζούσε με τη γιαγιά του.
Magkasama nilang inalagaan ang mga baka.
Συνήθιζε να φροντίζει τις αγελάδες μαζί της.
Isang araw, dumating ang mga sundalo.
Μια μέρα ήρθαν οι στρατιώτες.
Dinakip nila ang mga baka.
Πήραν τις αγελάδες μακριά.
Tumakas si Tingi at ang Lola niya at sila’y nagtago.
Ο Τίνγκι και η γιαγιά του έφυγαν και κρύφτηκαν.
Nagtago sila sa palumpong hanggang gabi.
Κρύφτηκαν μέσα στο δάσος μέχρι το βράδυ.
Pagkatapos, bumalik ang mga sundalo.
Μετά οι στρατιώτες ήρθαν πίσω.
Itinago ni Lola si Tingi sa ilalim ng mga dahon.
Η γιαγιά έκρυψε τον Τίνγκι κάτω από τα φύλλα.
Inapakan ng isa sa mga sundalo si Tingi, pero hindi siya kumibo.
Ένας από τους στρατιώτες έβαλε το πόδι του πάνω του, αλλά έμεινε ήσυχος.
Noong alam nilang ligtas na, lumabas si Tingi at ang Lola niya.
Όταν ήταν ασφαλές, ο Τίνγκι και η γιαγιά του βγήκαν έξω.
Tahimik silang gumapang pabalik ng tahanan nila.
Έφτασαν σπίτι τους πολύ ήσυχα.