Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Mooskii ayeeyo Οι μπανάνες της Γιαγιάς

Κείμενο Ursula Nafula

Εικονογράφηση Catherine Groenewald

Μετάφραση Abdi Muse

Ανάγνωση Ibrahim Ahmed

Γλώσσα σομαλικά

Επίπεδο Επίπεδο 4

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Beerta ayeeyo waa mid cajiib ah, oo uu ka buuxo hadhuudh, masago, iyo xajmiga. Laakiin midka ugu wanaagsan dhamaan waa mooska. Inkasta oo ayeeyo ay leedahay ilmo faro badan, waxaan si qarsoodi ah u ogaaday in aan ahaa kan ay ugu jeceshahay. Waxay igu martiqaaday marar badan gurigeeda. Waxay kaloo ii sheegtay qarsoodi yar. Laakiin waxaa jiray hal qarsoodi oo aayna ila wadaagin: halka ay ku huuriso mooska.

Ο κήπος της Γιαγιάς ήταν καταπληκτικός, γεμάτος από σόργο, κεχρί, και κασάβα. Αλλά το καλύτερο από όλα ήταν οι μπανάνες. Παρόλο που η Γιαγιά είχε πολλά εγγόνια, εγώ κρυφά ήξερα ότι ήμουν η αγαπημένη της. Αυτή με προσκαλούσε συχνά στο σπίτι της. Αυτή ακόμα μου είπε λίγα μυστικά. Αλλά υπήρχε ένα μυστικό που δεν μοιράστηκε με μένα: πού ωρίμαζε τις μπανάνες.


Maalin maalmaha ka mid ah waxaan arkay dambiil weyn oo caws kasamaaysan oo la dhigay qorraxda banaanka guriga ayeeyo. Markii aan weydiiyay waxa ay ahayd, jawaabta kaliya ee aan helay waxay ahayd, “Waa danbiishaydii mucjisada.” Danbiisha waxaa ku xigay, caleemo badan oo moos kuwaas oo ayeeyo isku badbadalaysay waqti ka waqti. Waan xiiseynayey. “Waa maxay caleemaha, ayeeyo?” ayaan weydiiyay. Jawaabta kaliya ee aan helay waxay ahayd, “Waxay yihiin caleemihii mucjisadayda.”

Μια μέρα είδα ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι τοποθετημένο στον ήλιο έξω από το σπίτι της Γιαγιάς. Όταν ρώτησα για τι ήταν αυτό, η μόνη απάντηση που πήρα ήταν: «Αυτό είναι το μαγικό μου καλάθι». Δίπλα στο καλάθι, υπήρχαν αρκετά φύλλα μπανάνας που η Γιαγιά γύριζε από ώρα σε ώρα. Ήμουν περίεργη. «Για τι πράγμα είναι τα φύλλα, Γιαγιά;» ρώτησα. Η μόνη απάντηση που πήρα ήταν: «Αυτά είναι τα μαγικά μου φύλλα».


Waxaay ahayd mid aad u xiiso leh daawashada ayeeyo, mooska, caleemaha mooska iyo dambiisha cawska ka samaysan. Laakiin ayeeyo waxay ii dirtay hooyaday si aan shaqo yar ugu qabto. “Hooyo, fadlan, aan daawado saad u diyaarinayso …” “Ha noqonin mid madax adag, ilmo, samee sidii laguu sheegay,” ayay ku adkaysatay. Orod baan ooga tagay.

Ήταν τόσο ενδιαφέρον να παρακολουθώ τη Γιαγιά, τις μπανάνες, τα φύλλα μπανάνας και το μεγάλο ψάθινο καλάθι. Αλλά η Γιαγιά με έστειλε στην μητέρα μου για μια δουλειά. «Γιαγιά, σε παρακαλώ, άφησε με να παρακολουθώ όσο προετοιμάζεσαι…» «Μην είσαι πεισματάρικο, παιδί, κάνε ό,τι σου λένε» επέμεινε. Ξεκίνησα τρέχοντας.


Markii aan ku soo laabtay, ayeeyo waxay fadhiday banaanka, laakiin dambiil ama moos toona ma oolin. “Ayeeyo, aaway dambiishii, aaway mooskii oo dhan, iyo aaway …” Laakiin jawaabta kaliya ee aan helay ayaa ahayd, “Waxay ku jiraan goobtaydii mucjisada.” Waxay ahayd niyadjab!

Όταν επέστρεψα, η Γιαγιά καθόταν έξω αλλά χωρίς το καλάθι, ούτε τις μπανάνες. «Γιαγιά, πού είναι το καλάθι, πού είναι όλες οι μπανάνες, και πού…» Αλλά η μόνη απάντηση που πήρα ήταν: «Αυτές είναι στο μαγικό μου μέρος». Αυτό ήταν τόσο απογοητευτικό!


Labo maalmood ka dib, ayeeyo ayaa ii dirtay si aan oogu soo qaado bakooradeedii qolkeeda jiifka. Isla markii aan furay albaabka, waxaa i soo dhaweeyay carafta xooggan ee mooska. Qolka gudahiisa waxaa ku jiray dambiishii weynayd ee mucjisada. Waxaa si fiican u qariyey buste duug ah. Kor ayaan uga qaaday waana uriyay caraftii wanaagsaneyd.

Δυό μέρες αργότερα, η Γιαγιά με έστειλε να φέρω το μπαστούνι της από το υπνοδωμάτιο της. Μόλις άνοιξα τη πόρτα, με καλωσόρισε η δυνατή μυρωδιά της ωρίμανσης των μπανάνων. Στο εσωτερικό δωμάτιο ήταν το μεγάλο μαγικό ψάθινο καλάθι της γιαγιάς. Αυτό ήταν καλά κρυμμένο από μια παλιά κουβέρτα. Την σήκωσα και μύρισα αυτή την υπέροχη μυρωδιά.


Codkii ayeeyo ayaa i cabsigaliyay markii ay ii dhawaaqday, “Maxaad samaynaysaa? Soo dhakhso iina keen usha.” Waxaan ula soo orday iyada bakooradii. “Maxaad urinaysaa?” Ayeeyo ayaa ii waydiisay. Su’aasheeda waxay iga dhigtay inaan ogaado inaan wali carfisanaayo goobteedii mucjisada.

Η φωνή της Γιαγιάς με ξάφνιασε όταν φώναξε: «Τι κάνεις; Κάνε γρήγορα και φέρε μου το μπαστούνι». Έτρεξα βιαστικά με το μπαστούνι της. «Τι χαμογελάς;» ρώτησε η Γιαγιά. Η ερώτηση της με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ακόμα χαμογελούσα στην ανακάλυψη του μαγικού της τόπου.


Maalintii xigtay markii ayeeyo ay soo booqatay hooyo, waxaan u orday gurigeeda si aan u eego mooska mar kale. Waxaa jiray kuwo farabadan oo aad u bislaaday. Waxaan soo qaatay hal xabo waxaana ku qariyay dharkayga. Kadib markii aan dib u daday, waxaan guriga gadaashiisa, si degdeg ahne waan u cunay. Waxay ahayd mooskii ugu macaanaa ee aan abid dhadhamiyey.

Την επόμενη μέρα όταν η γιαγιά ήρθε να επισκεφτεί την μητέρα μου, πήγα γρήγορα στο σπίτι της να ελέγξω τις μπανάνες μια ακόμη φορά. Υπήρχε μια δεσμίδα από πολύ ώριμες. Διάλεξα μία και την έκρυψα στο φόρεμα μου. Αφού σκέπασα το καλάθι πάλι, πήγα πίσω από το σπίτι και την έφαγα γρήγορα. Αυτή ήταν η πιο γλυκιά μπανάνα που είχα ποτέ δοκιμάσει.


Maalintii xigtey, markii ay ayeeyo beerta qudaar kasoo guraysay, waxaan u dhuuntay oo aan eegay mooska. Ku dhowaad dhammaantood way bislaadeen. Anigu ma awoodi karin in aan qaado afar xidhmood/gacan.Markaan albaabka xagiisa usoo tagtaagsan hayay, waxaan maqlay ayeeyo qufacayso. Waxaa ii suurto gashay in aan ku qariyo mooska dharkayga hoostiisa waana garab maray.

Την επόμενη μέρα, όταν η γιαγιά ήταν στο κήπο μαζεύοντας λαχανικά, μπήκα μέσα και κοίταξα προσεκτικά τις μπανάνες. Σχεδόν όλες ήταν ώριμες. Δε γινόταν να μην πάρω μια δεσμίδα τεσσάρων. Περπατώντας στις μύτες των ποδιών προς τη πόρτα, άκουσα τη γιαγιά να βήχει έξω. Μόλις κατάφερα να κρύψω τις μπανάνες κάτω από το φόρεμα μου και περπάτησα μπροστά της.


Maalintii xigtay waxaay ahaayd maalintii suuqa. Ayeeyo ayaa hore u toostay. Marwalba waxay qaadi jirtay moos bislaaday iyo xajmi caanaha si ay ugu iibiso suuqa. Anigu ma aanan degdegin inaan booqdo maalintaas. Laakin ma aanan ka ahaan karin muddo dheer.

Η επόμενη μέρα ήταν μέρα αγοράς. Η Γιαγιά ξύπνησε νωρίς. Αυτή πάντα παίρνει ώριμες μπανάνες και κασάβα να πουλήσει στην αγορά. Εγώ δεν βιάστηκα να την επισκεφτώ εκείνη τη μέρα. Αλλά δεν μπόρεσα να την αποφύγω για πολύ.


Xilli danbe fiidkaas, waxaa ii yeedhey hooyaday iyo aabahay, iyo ayeeyo. Waan ogaa sababta. Habeenkaas saan sariirta udul jiifay saan u hurdo, waxaan ogaa inaan marnaba mar dambe wax xadaynin, ma ahan ayeeyo, waalidiintayda, iyo hubaashii ma aha qof kale.

Αργότερα εκείνο το απόγευμα με κάλεσε η μητέρα μου και ο πατέρας μου, και η Γιαγιά. Εγώ ήξερα γιατί. Εκείνη τη νύχτα καθώς έπεσα να κοιμηθώ, εγώ ήξερα ότι δεν μπορούσα να κλέψω ξανά, ούτε από τη Γιαγιά, ούτε από τους γονείς μου, και βέβαια ούτε από κανέναν άλλο.


Κείμενο: Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Catherine Groenewald
Μετάφραση: Abdi Muse
Ανάγνωση: Ibrahim Ahmed
Γλώσσα: σομαλικά
Επίπεδο: Επίπεδο 4
Πηγή: Grandma's bananas από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 3.0 Μη εισαγόμενο.
Διαβάστε περισσότερες ιστορίες στο επίπεδο 4:
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF