Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Piosenka Sakimy Το τραγούδι του Σακίμα

Κείμενο Ursula Nafula

Εικονογράφηση Peris Wachuka

Μετάφραση Aleksandra Migorska

Ανάγνωση Helena Gabriela

Γλώσσα πολωνικά

Επίπεδο Επίπεδο 3

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Sakima mieszkał z rodzicami i czteroletnią siostrą na lądzie bogacza. Mieszkali w pokrytej trawą chacie, która stała blisko drzew.

Ο Σακίμα ζούσε με τους γονείς του και την τετράχρονη αδερφή του. Ζούσαν στη γη ενός πλούσιου άντρα. Η αχυρένια καλύβα τους ήταν στο τέλος μιας σειράς δέντρων.


Gdy Sakima miał trzy lata, zachorował i stracił wzrok. Ale mimo to, był utalentowanym chłopcem.

Όταν ο Σακίμα ήταν τριών χρονών, αρρώστησε και έχασε την όραση του. Ο Σακίμα ήταν ένα ταλαντούχο αγόρι.


Sakima robił wiele rzeczy, których nie potrafili robić jego rówieśnicy. Zasiadał na przykład ze starszymi w wiosce i omawiał z nimi ważne sprawy.

Ο Σακίμα έκανε πολλά πράγματα που τα άλλα εξάχρονα αγόρια δεν έκαναν. Για παράδειγμα, μπορούσε να καθίσει με μεγαλύτερα μέλη του χωριού και να συζητήσει σημαντικά θέματα.


Rodzice Sakima pracowali na lądzie bogacza. Wychodzili z domu wcześnie rano i wracali późnym wieczorem. Sakima zostawał wtedy w domu, aby opiekować się siostrą.

Οι γονείς του Σακίμα δούλευαν στο σπίτι του πλούσιου άντρα. Έφευγαν από το σπίτι νωρίς το πρωί και γύριζαν αργά το απόγευμα. Ο Σακίμα έμενε με την μικρή του αδερφή.


Sakima uwielbiał śpiewać. Pewnego dnia matka zapytała go: „Skąd znasz te wszystkie piosenki?”

Ο Σακίμα αγαπούσε να τραγουδάει τραγούδια. Μια μέρα η μητέρα του τον ρώτησε: «Από πού μαθαίνεις αυτά τα τραγούδια, Σακίμα;»


„Słyszę je w mojej głowie i śpiewam, po prostu przychodzą do mnie” – odpowiedział chłopiec.

Ο Σακίμα απάντησε: «Απλά έρχονται, μητέρα. Ακούω αυτά στο κεφάλι μου και μετά τραγουδώ».


Sakima lubił śpiewać dla młodszej siostry, szczególnie, gdy była głodna. Siostra słuchała, gdy śpiewał swoją ulubioną piosenkę i kołysała się w jej rytm.

Άρεσε στον Σακίμα να τραγουδάει για τη μικρή του αδερφή, ειδικά, όταν αυτή πεινούσε. Η αδερφή του θα τον άκουγε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Αυτή θα ταλαντευόταν από τον ηρεμιστικό του ήχο.


„Sakima, czy możesz zaśpiewać tę piosenkę jeszcze raz?” – prosiła. Sakima zgadzał się i śpiewał piosenkę od początku.

«Μπορείς να το τραγουδήσεις πάλι και πάλι, Σακίμα» η αδερφή του θα τον παρακαλέσει. Ο Σακίμα θα δεχόταν και θα το τραγουδούσε ξανά και ξανά.


Pewnego dnia, gdy rodzice wrócili do domu byli bardzo małomówni. Sakima czuł, że coś się stało.

Ένα απόγευμα όταν οι γονείς του επέστρεψαν σπίτι, αυτοί ήταν πολύ ήσυχοι. Ο Σακίμα ήξερε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.


„Mamo, tato, co się stało?” – zapytał chłopiec. Okazało się, że zaginął syn bogacza. Bogacz był załamany.

«Τι συμβαίνει, μητέρα, πατέρα;» ρώτησε ο Σακίμα. Ο Σακίμα έμαθε ότι ο γιος του πλούσιου άντρα χάθηκε. Ο άντρας ήταν πολύ λυπημένος και μοναχικός.


„Zaśpiewam dla niego. Może znowu będzie szczęśliwy” – Sakima zaproponował. Rodzicom nie podobał się ten pomysł: „To jest bardzo bogaty człowiek, a ty jesteś tylko niewidomym chłopcem. Naprawdę myślisz, że możesz pomóc bogaczowi?”

«Μπορώ να τραγουδήσω γι’ αυτόν. Ίσως θα γίνει πάλι χαρούμενος» είπε ο Σακίμα στους γονείς του. Αλλά οι γονείς του τον απέτρεψαν. «Αυτός είναι πολύ πλούσιος. Εσύ είσαι μόνο ένα τυφλό αγόρι. Νομίζεις ότι το τραγούδι σου θα τον βοηθήσει;»


Sakima nie poddawał się. Jego siostra postanowiła go wesprzeć: „Piosenki Sakima pomagają mi, gdy jestem głodna. Pomogą również bogaczowi!”

Όμως, ο Σακίμα δεν τα παράτησε. Η μικρή του αδερφή τον υποστήριξε. Αυτή είπε: «Τα τραγούδια του Σακίμα με ηρεμούν όταν πεινάω. Αυτά θα ηρεμήσουν τον πλούσιο άντρα επίσης».


Następnego dnia Sakima poprosił siostrę, aby zaprowadziła go do domu bogacza.

Την επόμενη μέρα, ο Σακίμα ζήτησε από την μικρή του αδερφή να τον οδηγήσει στο σπίτι του πλούσιου άντρα.


Sakima stanął pod dużym oknem domu bogacza i zaczął śpiewać swoją ulubioną pieśń. Po chwili z okna wychyliła się głowa bogacza.

Στάθηκε κάτω από ένα μεγάλο παράθυρο και άρχισε να τραγουδάει το αγαπημένο του τραγούδι. Σιγά σιγά, το κεφάλι του πλούσιου άντρα φάνηκε μέσα από το μεγάλο παράθυρο.


Pracownicy bogacza zaprzestali pracy, aby posłuchać głosu Sakima. Jeden z nich powiedział: „Nikt nie był w stanie pocieszyć bogacza. Czy ten niewidomy chłopiec naprawdę myśli, że może go pocieszyć?”

Οι εργάτες σταμάτησαν αυτό που έκαναν. Άκουγαν το όμορφο τραγούδι του Σακίμα. Αλλά ένας άντρας είπε: «Κανείς δεν μπορεί να παρηγορήσει το αφεντικό. Νομίζει αυτό το τυφλό αγόρι ότι θα τον παρηγορήσει;»


Sakima skończył śpiewać i odwrócił się, aby odejść. Ku zaskoczeniu wszystkich, bogacz wybiegł z domu i powiedział: „Proszę zaśpiewaj jeszcze raz.”

Ο Σακίμα τελείωσε το τραγούδι του και στράφηκε να φύγει. Αλλά ο πλούσιος άντρας έτρεξε έξω και είπε: «Σε παρακαλώ τραγούδα πάλι».


W tym samym momencie, dwóch mężczyzn przyniosło kogoś na noszach. Był to syn bogacza, którego znaleziono pobitego na poboczu drogi.

Αυτή τη στιγμή, δύο άντρες ήρθαν μεταφέροντας κάποιον σε ένα φορείο. Είχαν βρει το γιο του πλούσιου άντρα χτυπημένο και παρατημένο στο πλάι του δρόμου.


Bogacz był bardzo szczęśliwy, że jego syn się odnalazł! Zabierając swojego syna do szpitala, zabrał tam również Sakimę, aby lekarze pomogli mu odzyskać wzrok. Chciał w ten sposób podziękować Sakimie za jego pomoc.

Ο πλούσιος άντρας ήταν τόσο χαρούμενος να βλέπει το γιο του ξανά. Αντάμειψε τον Σακίμα που τον παρηγόρησε. Πήρε το γιο του και τον Σακίμα στο νοσοκομείο για να ξαναβρεί ο Σακίμα την όραση του.


Κείμενο: Ursula Nafula
Εικονογράφηση: Peris Wachuka
Μετάφραση: Aleksandra Migorska
Ανάγνωση: Helena Gabriela
Γλώσσα: πολωνικά
Επίπεδο: Επίπεδο 3
Πηγή: Sakima's song από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF