Λήψη PDF
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών

Magozwe Ο Μαγκόζουε

Κείμενο Lesley Koyi

Εικονογράφηση Wiehan de Jager

Μετάφραση Patricia Roth, Translators without Borders

Ανάγνωση Monique Bournot-Trites

Γλώσσα γαλλικά

Επίπεδο Επίπεδο 5

Αφήγηση της ιστορίας

Ταχύτητα αναπαραγωγής

Αυτόματη αναπαραγωγή


Dans la ville animée de Nairobi, loin d’un climat familial attentif et aimant, vivait un groupe de jeunes sans-abris. Ils vivaient au jour le jour. Un matin, les garçons remballaient leurs matelas après avoir dormi sur le trottoir tout froid. Pour braver le froid, ils avaient fait un feu à l’aide de détritus. Parmi ces jeunes garçons se trouvait Magozwe. C’était le plus jeune d’entre eux.

Στην πολυσύχναστη πόλη της Ναϊρόμπι, μακριά από κανένα στοργικό σπίτι, ζούσε μια ομάδα άστεγων αγοριών. Ζήσανε τα αγόρια μέρα με τη μέρα. Ένα πρωί, τα αγόρια μάζευαν τα χαλάκια τους μετά τον ύπνο στα κρύα πεζοδρόμια. Για να διώξουν το κρύο αυτοί άναψαν μια φωτιά με σκουπίδια. Μεταξύ της ομάδας των αγοριών ήταν ο Μαγκόζουε. Ήταν αυτός ο πιο νέος.


Quand Magozwe perdit ses parents, il n’avait que cinq ans. Après leur décès, il alla s’installer avec son oncle, mais ce dernier n’avait pas une once d’affection pour Magozwe. Il ne lui donnait pas assez de nourriture et le faisait travailler très dur.

Όταν πέθαναν οι γονείς του Μαγκόζουε, ήταν μόνο πέντε χρονών. Πήγε να ζήσει με τον θείο του. Αυτός ο άντρας δεν φρόντιζε το παιδί. Δεν έδινε στον Μαγκόζουε αρκετά να φάει. Έβαζε το αγόρι να κάνει πολύ σκληρή δουλειά.


Si Magozwe avait le malheur de se plaindre ou de répliquer, son oncle le frappait. Quand Magozwe demandait s’il pouvait aller à l’école, son oncle le frappait de plus belle, lui disant : « Tu es trop stupide pour apprendre quoi que ce soit. » Après avoir supporté ce traitement pendant trois ans, Magozwe s’enfuit de chez son oncle et commença à vivre dans la rue.

Αν ο Μαγκόζουε παραπονιόταν ή αμφισβητούσε, ο θείος του τον χτυπούσε. Όταν ο Μαγκόζουε ρώτησε αν μπορούσε να πάει σχολείο, ο θείος του τον χτύπησε και είπε: «Εσύ είσαι πολύ χαζός για να μάθεις οτιδήποτε.» Μετά από τρία χρόνια αυτής της μεταχείρισης ο Μαγκόζουε έφυγε από το θείο του. Άρχισε να ζει στο δρόμο.


La vie dans la rue était difficile et la plupart des garçons avaient du mal à se procurer de la nourriture. Il leur arrivait de se faire arrêter, et quelquefois, ils se faisaient tabasser. Lorsqu’ils étaient malades, il n’y avait personne pour les aider. Le groupe dépendait du peu d’argent gagné en mendiant, ou en vendant des plastiques ou autres objets recyclables. Les bagarres avec les autres groupes qui voulaient contrôler toute la ville rendait leur vie encore plus difficile.

Η ζωή στο δρόμο ήταν δύσκολη και τα περισσότερα από τα αγόρια αγωνίζονταν καθημερινά μόνο για να πάρουν λίγο φαγητό. Μερικές φορές συλλαμβάνονταν, μερικές φορές χτυπιόνταν. Όταν αρρωσταίνουν, δεν υπήρχε κανείς που θα μπορουσα να τους φροντίσει. Η ομάδα συντηρούνταν από τα λίγα χρήματα που έπαιρναν από τη ζητιανιά, και από την πούληση πλαστικών και άλλων ανακυκλώσιμων. Η ζωή ήταν ακόμη πιο δύσκολη εξαιτίας των τσακωμών με αντίπαλες ομάδες που ήθελαν έλεγχο των μερών της πόλης.


Un jour, Magozwe fouilla dans la poubelle et trouva un vieux livre. Il le dépoussiéra et le mit dans son sac. Les jours suivants, il prit l’habitude de sortir son livre de son sac et d’en regarder les images. Il ne savait pas lire.

Μια μέρα ενώ ο Μαγκόζουε έψαχνε μέσα στα σκουπίδια, βρήκε ένα παλιό κουρελιασμένο βιβλίο ιστοριών. Καθάρισε τη βρωμιά από πάνω και το έβαλε στον σάκο του. Κάθε μέρα από τότε θα βγάζει συχνά το βιβλίο και θα κοίταζει τις εικόνες. Δεν ήξερε πώς να διαβάζει τις λέξεις.


Les images racontaient l’histoire d’un garçon qui, quand il était devenu grand, devint pilote. Magozwe rêvait qu’il était pilote. Quelquefois, il imaginait qu’il était le garçon dans l’histoire.

Οι εικόνες έλεγαν την ιστορία ενός αγοριού που μεγάλωσε να γίνει πιλότος. Ο Μαγκόζουε θα ονειρευόταν ότι ήταν πιλότος. Μερικές φορές, φαντάστηκε ότι ήταν το αγόρι της ιστορίας.


Il faisait froid. Magozwe se tenait dans la rue, mendiant, quand soudain un homme s’approcha de lui et dit : « Bonjour, je m’appelle Thomas. Je travaille tout près d’ici, dans un endroit où tu pourras manger », dit-il. Il lui montra au loin une maison jaune au toit bleu. « J’espère que tu viendras manger », lui dit-il. Magozwe regarda l’homme, puis la maison, et lui répondit : « Peut-être », puis il s’en alla.

Ήταν κρύο και ο Μαγκόζουε στεκόταν στο δρόμο ζητιανεύοντας. Ένας άντρας τον πλησίασε. «Γειά, εγώ είμαι ο Τόμας. Δουλεύω εδώ κοντά, σ’ ένα μέρος που μπορείς να πάρεις κάτι να φας» είπε ο άντρας. Έδειξε ένα κίτρινο σπίτι με μπλε σκεπή. «Ελπίζω ότι θα πας εκεί να πάρεις λίγο φαγητό;» ρώτησε. Ο Μαγκόζουε κοίταξε τον άνδρα, και μετά το σπίτι. «Ίσως» είπε, και έφυγε.


Les mois suivants, le jeune sans-abri avait pris l’habitude de voir Thomas dans les parages. Il aimait parler avec les gens qui vivaient dans la rue. Thomas écoutait les histoires que lui racontaient les gens. Il était sérieux, patient. Il n’était jamais impoli ni irrespectueux. Certains garçons commencèrent à se rendre à la maison jaune et bleue pour avoir un repas à midi.

Κατά τους μήνες που ακολούθησαν, τα άστεγα αγόρια συνήθιζαν να βλέπουν τον Τόμας γύρω. Του άρεσε να μιλάει στους ανθρώπους, ειδικά στους ανθρώπους που ζούσαν στους δρόμους. Ο Τόμας άκουγε τις ιστορίες από τις ζωές των ανθρώπων. Ήταν σοβαρός και υπομονετικός, ποτέ αγενής ή ασεβής. Μερικά από τα αγόρια άρχισαν να πηγαίνουν στο κίτρινο και μπλε σπίτι για να πάρουν φαγητό το μεσημέρι.


Magozwe s’asseyait sur le trottoir et regardait les images de son livre quand soudain, Thomas vint s’assoir à côté de lui. « De quoi parle l’histoire » ? demanda Thomas. « C’est l’histoire d’un garçon qui devient pilote », lui répondit Magozwe. « Comment s’appelle ce garçon », demanda Thomas. Magozwe répondit calmement : « Je ne sais pas, je ne sais pas lire. »

Ο Μαγκόζουε καθόταν στο πεζοδρόμιο κοιτάζοντας το βιβλίο με τις εικόνες όταν ο Τόμας κάθισε δίπλα του. «Ποιά είναι η ιστορία;» ρώτησε ο Τόμας. «Είναι για ένα αγόρι που γίνεται πιλότος» απάντησε ο Μαγκόζουε. «Ποιό είναι το όνομα του αγοριού;» ρώτησε ο Τόμας. «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να διαβάσω» είπε ο Μαγκόζουε ήσυχα.


Quand ils se rencontraient, Magozwe commençait à raconter son histoire à Thomas. L’histoire de son oncle et la raison pour laquelle il s’était enfui. Thomas ne parlait pas beaucoup et ne disait pas à Magozwe ce qu’il devait faire, mais l’écoutait toujours très attentivement. Quelques fois, ils parlaient autour d’un repas qu’ils prenaient dans la maison au toit bleu.

Όταν συναντήθηκαν, ο Μαγκόζουε άρχισε να λέει την δική του ιστορία στον Τόμας. Ήταν η ιστορία του θείου του και γιατί έφυγε από εκει. Ο Τόμας δεν μιλούσε πολύ, και δεν έλεγε στον Μαγκόζουε τι πρέπει να κάνει, όμως άκουγε πάντα προσεκτικά. Μερικές φορές θα μιλούσαν ενώ έτρωγαν στο σπίτι με τη μπλε σκεπή.


Autour du dixième anniversaire de Magozwe, Thomas lui offrit un nouveau livre. C’était l’histoire d’un jeune villageois qui, quand il fut devenu grand, devint joueur de football. Thomas lut cette histoire à Magozwe maintes et maintes fois, jusqu’au jour où il lui dit : « Je pense qu’il est temps que tu ailles à l’école apprendre à lire. Qu’en penses-tu ? » Thomas lui expliqua qu’il connaissait un endroit où les enfants pouvaient rester et aller à l’école.

Γύρω στα δέκατα γενέθλια του Μαγκόζουε, ο Τόμας του έδωσε ένα βιβλίο με ιστορίες. Ήταν μια ιστορία για ένα αγόρι του χωριού που μεγάλωσε για να γίνει ένας διάσημος ποδοσφαιριστής. Ο Τόμας διάβασε την ιστορία στον Μαγκόζουε πολλές φορές, μέχρι που μια μέρα είπε: «Νομίζω ότι είναι καιρός να πας σχολείο και να μάθεις να διαβάσεις. Τι νομίζεις;» Ο Τόμας εξήγησε ότι ήξερε ένα μέρος που τα παιδιά μπορούν να μένουν, και να πηγαίνουν σχολείο.


Magozwe pensa à ce nouvel endroit et à l’idée d’aller à l’école. Et si son oncle avait raison, s’il était vraiment trop stupide pour apprendre quoi que ce soit ? Et si on le battait dans ce nouvel endroit ? Il avait peur. « Peut-être serait-il plus judicieux de rester vivre dans la rue », pensait-il.

Ο Μαγκόζουε σκέφτηκε για το νέο αυτό μέρος, και για να πάει σχολείο. Τι θα γίνει αν ο θείος του ήταν σωστός και αυτός ήταν πολύ χαζός για να μάθει οτιδήποτε; Κι αν τον χτυπούσαν στο νέο αυτό μέρος; Φοβόταν. «Ίσως είναι καλύτερα να μείνω στο δρόμο» σκέφτηκε.


Il partagea ses craintes avec Thomas. Avec le temps, Thomas parvint à le rassurer en lui expliquant que la vie là-bas pourrait être meilleure.

Μοιράστηκε τους φόβους του με τον Τόμας. Με το πέρασμα του χρόνου ο άντρας διαβεβαίωσε το αγόρι ότι η ζωή μπορούσε να είναι καλύτερη στο νέο αυτό μέρος.


Et Magozwe emménagea dans une chambre, dans une maison au toit vert. Il partageait la chambre avec deux autres garçons. Il y avait dix garçons au total qui vivaient dans la maison. Y vivaient aussi tante Cissy et son mari, trois chiens, un chat et un vieux bouc.

Και έτσι ο Μαγκόζουε μπήκε μέσα σ’ ένα δωμάτιο σ’ ένα σπίτι με πράσινη σκεπή. Μοιράστηκε το δωμάτιο με δυο άλλα αγόρια. Όλοι μαζί ήταν δέκα παιδιά που ζούσαν σε εκείνο το σπίτι. Μαζί με τη Θεία Σίσσυ και τον συζυγό της, τρία σκυλιά, μια γάτα, και μια γριά κατσίκα.


Magozwe commença l’école. C’était difficile. Il avait beaucoup à rattraper. Quelquefois il voulait abandonner. Mais il pensait à la possibilité de devenir pilote ou joueur de football. Et comme les deux garçons de l’histoire, il n’abandonna pas.

Ο Μαγκόζουε άρχισε το σχολείο, και αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Είχε πάρα πολλά να μάθει. Μερικές φορές ήθελε να σταματήσει. Αλλά σκέφτηκε για τον πιλότο και τον ποδοσφαιριστή στο βιβλίο με τις ιστορίες. Σαν αυτούς, δεν σταμάτησε.


Magozwe était assis à l’entrée de la maison au toit vert, et lisait un livre qui venait de l’école. Thomas vint et s’assis à côté de lui. Il lui demanda : « De quoi parle l’histoire ? » Magozwe répondit : « C’est l’histoire d’un petit garçon qui voulait devenir professeur. » «Comment s’appelle le garçon », lui demanda Thomas. « Son nom est Magozwe », lui répondit Magozwe, avec un sourire.

Ο Μαγκόζουε καθόταν στην αυλή στο σπίτι με την πράσινη σκεπή, διαβάζοντας ένα βιβλίο με ιστορίες από το σχολείο. Ο Τόμας ήρθε και κάθισε δίπλα του. «Ποιά είναι η ιστορία;» ρώτησε ο Τόμας. «Είναι για ένα αγόρι που γίνεται δάσκαλος» απάντησε ο Μαγκόζουε. «Ποιό είναι το όνομα του αγοριού;» ρώτησε ο Τόμας. «Το όνομα του είναι Μαγκόζουε» είπε ο Μαγκόζουε χαμογελώντας.


Κείμενο: Lesley Koyi
Εικονογράφηση: Wiehan de Jager
Μετάφραση: Patricia Roth, Translators without Borders
Ανάγνωση: Monique Bournot-Trites
Γλώσσα: γαλλικά
Επίπεδο: Επίπεδο 5
Πηγή: Magozwe από το Βιβλίο Αφρικανών Ιστοριών
Άδεια Creative Commons
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Μη εισαγόμενο.
Διαβάστε περισσότερες ιστορίες στο επίπεδο 5:
Επιλογές
Επιστροφή στον κατάλογο ιστοριών Λήψη PDF