يَحْمِلُ توم طَبَقَ المَوْزِ النَّاضِجِ.
Ο Τομ μεταφέρει ένα δίσκο από ώριμες μπανάνες.
يَتَّجِهُ تُومْ إِلَى السُّوقِ لِبَيْعِ المَوْزِ.
Ο Τομ πάει στην αγορά να πουλήσει μπανάνες.
النَّاسُ فِي السُّوقِ يَشْتَرُونَ الفَاكِهَة.
Οι άνθρωποι στην αγορά αγοράζουν φρούτα.
لَكِنْ لاَ أَحَدَ يَشْتَرِي مَوْزَاتِ تُومْ. إِنَّهُمْ يُحَبِّذُونَ شِرَاءَ الفَاكِهَةِ مِنَ النَّسَاءِ.
Αλλά κανείς δεν αγοράζει τις μπανάνες του Τομ. Προτιμούν να αγοράζουν φρούτα από γυναίκες.
يَقُولُ النَّاسُ “فِي مُجْتَمَعِنَا لاَ يَبِيعُ الفَاكِهَةَ إِلاَّ النِّسَاءُ” وَيَتَسَاءَلُونَ “مَا نَوْعُ هَذَا الرَّجُلِ؟”
«Στην κοινωνία μας, μόνο γυναίκες πουλούνε φρούτα» λένε οι ανθρώποι. «Τι είδους άντρας είναι αυτός;» ρωτούν οι άνθρωποι.
لَكِنَّ تُومْ لاَ يَسْتَسْلِمُ. هَا هُوَ يُنَادِي “اِشْتَرُوا مَوْزِي … اِشْتَرُوا مَوْزِيَ النَّاضِجَ اللَّذِيذَ.”
Αλλά ο Τομ δεν παραιτείται. Φωνάζει: «Αγοράστε τις μπανάνες μου! Αγοράστε τις γλυκές ώριμες μπανάνες μου!»
أَخَذَتْ امْرَأَةٌ حِزْمَةَ المَوْزِ مِنْ عَلَى الطَّبَقِ وَتَفَحَّصَتْهَا بِعِنَايَةٍ.
Μια γυναίκα παίρνει ένα τσαμπί μπανάνες από το δίσκο. Κοιτάζει τις μπανάνες προσεκτικά.
اشْتَرَتْ المَرْأَةُ المَوْزَ.
Η γυναίκα αγοράζει τις μπανάνες.
تَوَافَدَ النَّاسُ عَلَى المِنْضَدَةِ. يَشْتَرُونَ مَوْزَاتِ تُومْ وَيَأْكُلُونَهَا.
Έρχονται κι άλλοι στον πάγκο. Αγοράζουν τις μπανάνες του Τομ και τις τρώνε.
أُفْرِغَ الطَّبَقُ بِسُرْعَةٍ. أَخَذَ تُومْ يُحْصِي المَالَ الذِي رَبِحَهُ.
Σύντομα, ο δίσκος αδειάζει. Ο Τομ μετράει τα χρήματα που κέρδισε.
ثُمَّ اشْتَرَى تُومْ صَابُونًا وَسُكَّرًا وَخُبْزًا وَوَضَعَ المُشْتَرَيَاتِ فِي الطَّبَقِ.
Μετά ο Τομ αγοράζει σαπούνι, ζάχαρη, και ψωμί. Βάζει τα πράγματα στον δίσκο του.
وَضَعَ تُومْ الطَّبَقَ عَلَى رَأْسِهِ وَرَجَعَ إِلَى مَنْزِلِهِ.
Ο Τομ ισορροπεί το δίσκο στο κεφάλι του και πάει σπίτι.