Το σκαλιστήρι του ήταν πολύ κοντό.
كانَ مِعْوَلُهُ قَصِيرًا جِدًّا.
Το άνοιγμα της πόρτας του ήταν πολύ χαμηλό.
وَمَدْخَلُ مَنْزِلِهِ مُنْخَفضاً جِدًّا.
Το κρεβάτι του ήταν πολύ κοντό.
كَانَ فِرَاشُهُ قَصِيرًا جِدًّا.
Το ποδήλατο του ήταν πολύ κοντό.
وَكَذَلِكَ دَرَّاجَتَهُ الهَوَائِيَّةُ.
Αυτός ο άντρας ήταν πολύ ψηλός!
إِنَّهُ لَرَجُلٌ طَويلٌ جِدًّا.
Έφτιαξε ένα πολύ μακρύ χερούλι για το σκαλιστήρι.
وَلِذَلِكَ فَقَدْ قامَ بِصِناعَةِ مَسْكَةٍ طَويلَةٍ لِمِجْرَفَتِهِ.
Έφτιαξε πολύ ψηλά κουφώματα πόρτας.
وَوَسَّعَ بابَ مَنْزِلِهِ.
Έφτιαξε ένα πολύ μακρύ κρεβάτι.
كَما قَامَ بِصِناعَةِ فِرَاشٍ طَوِيلٍ جِدًّا.
Αγόρασε ένα πολύ ψηλό ποδήλατο.
وَاشْتَرَى دَرَّاجَةً هَوَائِيَّةً عَالِيَةً.
Κάθισε σε μια πολύ ψηλή καρέκλα. Έφαγε με ένα πολύ μακρύ πηρούνι.
لَقَدْ جَلَسَ عَلَى كُرْسِيٍّ مُرْتَفِعٍ وتَناوَلَ طَعامَهُ بِشَوْكَةٍ طَوِيلَةٍ.
Έφυγε από το σπίτι του και έζησε σε ένα μεγάλο δάσος. Έζησε για πολλά χρόνια.
تَرَكَ الرَّجُلُ الطَّويلُ مَنْزِلَهُ وَذَهَبَ لِلْعَيْشِ فِي غَابَةٍ كَبِيرَةٍ حَيْثُ أَمْضَى سِنِيناً عَديدَةً مِنْ عُمْرِهِ هُنَاكَ.